- ὀλέθρου
- ὄλεθροςruinmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τοὐλέθρου — ὀλέθρου , ὄλεθρος ruin masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ASSOS — Lyciae civitas maritima in edito prom ontorio sita, ad quam parum tutum est accedere. Unde Proverb. Asson eas, ut citius ad exitii terminos pervenias; Nicostratus citharaedus: Α῏ςςον ἴθ᾿ ὡς ἄν θᾶςςον ὀλέθρου πείραθ᾿ ἵκηαι. Ubi lusus in voce Asson … Hofmann J. Lexicon universale
CRUX — I. CRUX apud Russos, sollenni osculô tacta, fidei pignus in illa gente maxime sollenne habetur. Quemadmodum de Pelagio scribit Sigebertus, ad A. C. 552. illum insimulatum mortis Vigilii Episcopi Romani tenentem sancta Euangelia et Crucem, publice … Hofmann J. Lexicon universale
PERICLITANTES — in Zeryntho, in antrum Hecatae dicatum, confugere olim soliti sunt, teste Aristophane in Pace. Ita autem de hoc antro, Nicandri Scholiastes, Ο` Ζηρύνθιον ἄντρον εν Σαμοθράκῃ φασὶν εἶναι Λυκόφρων δέ φησι, Ζήρυνθον ἄντρον τῆς κυνοσφαγοῦς θεᾶς ὅ… … Hofmann J. Lexicon universale
ανάθεμα — το (Α ἀνάθεμα) 1. οτιδήποτε είναι αποχωρισμένο από το καλό και εγκαταλελειμμένο στο κακό, αφορισμένο, καταραμένο πρόσωπο ή πράγμα (στά Νεοελληνικά συνήθως σε συνεκφορά με την αναφορική αντωνυμία που) «π ανάθεμα να γίνει» (κατάρα για πρόσωπα ή… … Dictionary of Greek
αρά — (ara). Κοινή ονομασία διαφόρων ψιττακομόρφων αναρριχητικών πουλιών, που ζουν στις τροπικές περιοχές της Βόρειας και της Νότιας Αμερικής. Οι ά. ζουν μέσα στα δάση, όχι πολύ μακριά από τα ποτάμια, φτιάχνουν τις φωλιές τους μέσα σε κοιλότητες… … Dictionary of Greek
κηρ — (I) κήρ, κηρός, αιολ. τ. κάρ, ή, δωρ. πληθ. κάρες (Α) 1. ως κύριο όν. Κήρ η θεά τού θανάτου, ιδίως τού βίαιου, ή τού ολέθρου («δειναὶ δὲ κῆρες σ αἱ κυνώπιδες θεαί», Ευρ.) 2. ως προσηγ. θάνατος, ιδίως βίαιος ή, γενικά, συμφορά, καταστροφή (α.… … Dictionary of Greek
μόρσιμος — η, ο (Α μόρσιμος και μόριμος, ον) 1. αυτός που είναι προορισμένος, προαποφασισμένος από τη μοίρα, πεπρωμένος, μοιραίος («σοὶ μὲν γαμεῑσθαι μόρσιμον, γαμεῑν δ ἐμοί», Αισχύλ.) 2. φρ. «μόρσιμον ἦμαρ» η ημέρα τού θανάτου, τού ολέθρου, τής καταστροφής … Dictionary of Greek
σκέλεθρο — το, Ν 1. σκελετός 2. μτφ. άνθρωπος πολύ αδύνατος ή κάτι πολύ φθαρμένο και αποσκελετωμένο (α. «στέλνει ο άγγελος τού ολέθρου / πείνα και θανατικό, / που με σχήμα ενός σκελέθρου περπατούν αντάμα οι δυο», Σολωμ. 8. «...εδώ φαντάσματα / και σκέλεθρα… … Dictionary of Greek
όλεθρος — ο (ΑΜ ὄλεθρος) 1. παντελής καταστροφή, φθορά, αφανισμός 2. θάνατος («κτεῑναί μ οἰκτίστῳ ὀλέθρῳ», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. καθετί που επιφέρει μεγάλη καταστροφή 2. (περιφρονητικά ιδίως για πρόσ.) φθοροποιός, καταστροφέας, λυμεώνας («ὀλέθρου Μακεδόνος» για … Dictionary of Greek